κεφαληγερέτης

κεφαληγερέτης
κεφαληγερέτης, -ου, δωρ. τ. κεφαληγερέτος, ὁ (Α)
(κατά το νεφεληγερέτης, ως κωμ. επίθ. τού Περικλέους) αυτός που η κεφαλή του έχει σχήμα μυτερό στην κορυφή τού κρανίου («ὃv δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -ηγερέτης (< ἀγείρω «συγκεντρώνω», το η
λόγω τής συνθέσεως), πρβλ. νεφελ-ηγερέτης, στεροπ-ηγερέτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεφαληγερέταν — κεφαληγερέτᾱν , κεφαληγερέτης head collector masc acc sg (epic doric aeolic) κεφαληγερέτης head collector masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… …   Dictionary of Greek

  • νεφεληγερέτα — και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α) 1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”