- κεφαληγερέτης
- κεφαληγερέτης, -ου, δωρ. τ. κεφαληγερέτος, ὁ (Α)(κατά το νεφεληγερέτης, ως κωμ. επίθ. τού Περικλέους) αυτός που η κεφαλή του έχει σχήμα μυτερό στην κορυφή τού κρανίου («ὃv δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -ηγερέτης (< ἀγείρω «συγκεντρώνω», το ηλόγω τής συνθέσεως), πρβλ. νεφελ-ηγερέτης, στεροπ-ηγερέτης].
Dictionary of Greek. 2013.